- κβαντομηχανική
- ηνέα μηχανική που στηρίζεται στην αντίληψη ότι κάθε στοιχειώδες σωμάτιο είναι ταυτόχρονα σωμάτιο και κύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… … Dictionary of Greek
αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… … Dictionary of Greek
αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
κβαντισμένος — η, ο φυσ. όρος που χρησιμοποιείται στην κβαντομηχανική για να χαρακτηρίσει κάθε φυσικό μέγεθος το οποίο αποκτά αριθμητικές τιμές που είναι ακέραια πολλαπλάσια ορισμένης στοιχειώδους τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quantized <… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
ανουλένια — Πολυένια μονοκυκλικά με συζυγιακούς διπλούς δεσμούς που έχουν γενικό τύπο CnHn. Με αυτή την έννοια το βενζόλιο μπορεί να ονομαστεί α. [6] (ο αριθμός μέσα σε αγκύλες δείχνει τον αριθμό των ατόμων του άνθρακα που συμμετέχουν στον σχηματισμό του… … Dictionary of Greek